- θήσσας
- θήσσᾱς , θῆσσα 1serffem acc plθήσσᾱς , θῆσσα 1serffem gen sg (doric aeolic)θήσσᾱς , θῆσσα 2serffem acc plθήσσᾱς , θῆσσα 2serffem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήσσα — (I) θῆσσα, ἡ (Α) θηλ. τού θης*. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού θης*]. (II) θῆσσα, ἡ (Α) ιερό άρμα με το οποίο μετέφεραν τα αγάλματα τών θεών για να τά τοποθετήσουν στον ρωμαϊκό ιππόδρομο («τὰς καλουμένας θήσσας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής λατ.… … Dictionary of Greek